- ποικίλα
- ποικίλοςmany-colouredneut nom/voc/acc plποικίλᾱ , ποικίλοςmany-colouredfem nom/voc/acc dualποικίλᾱ , ποικίλοςmany-colouredfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ποικίλα — Ποικίλᾱ , Ποικίλης masc nom/voc/acc dual Ποικίλᾱ , Ποικίλης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποίκιλα — Ποικίλης masc voc sg Ποικίλης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίκιλα — ποίκῑλα , ποικίλλω work in various colours aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλ' — ποικίλα , ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc pl ποικίλε , ποικίλος many coloured masc voc sg ποικίλαι , ποικίλος many coloured fem nom/voc pl ποικίλᾱͅ , ποικίλος many coloured fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποικίλας — Ποικίλᾱς , Ποικίλης masc acc pl Ποικίλᾱς , Ποικίλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποίκιλ' — Ποίκιλα , Ποικίλης masc voc sg Ποίκιλα , Ποικίλης masc nom sg (epic) Ποίκιλαι , Ποικίλης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλλω — ποίκιλα, ποικίλθηκα, ποικιλμένος, η, ο 1. κάνω κάτι ποικίλο, το στολίζω: Το ποικίλαμε κάπως το γραφείο. 2. παραλλάζω, κάνω κάτι διαφορετικό, αλλάζω: Συχνά ποικίλλω τη δίαιτά μου. 3. μτφ., κάνω κάτι ωραίο, διακοσμώ: Ο Καρκαβίτσας ποικίλλει το λόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποικιλανίους — ποικιλᾱνίους , ποικιλάνιος with broidered reins masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποικίλ' — Ποικίλᾱͅ , Ποικίλης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποικίλαι — Ποικίλᾱͅ , Ποικίλης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)